ρύτισμα — ατος, τὸ, Α το μπάλωμα σχισμένου ενδύματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυτίς, ίδος «ρυτίδα», μέσω ενός αμάρτυρου, στην Αρχαία, τ. *ῥυτίζω] … Dictionary of Greek
ῥυτίσματα — ῥύτισμα darn neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)